Απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Έξυπνες κινητές συσκευές. T-604/18 Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2022 – Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Android)

ΑΣΤΙΚΆ

10/20/20241 λεπτά ανάγνωσης

Απόφαση στην Υπόθεση T-604/18 Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2022 – Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Android)

Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Έξυπνες κινητές συσκευές – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Έννοιες της πλατφόρμας και της πολύπλευρης αγοράς (οικοσύστημα) – Λειτουργικό σύστημα (Google Android) – Κατάστημα εφαρμογών (Play Store) – Εφαρμογές αναζήτησης και πλοήγησης (Google Search και Chrome) – Συμφωνίες με τους κατασκευαστές συσκευών και τους φορείς εκμετάλλευσης κινητών δικτύων – Διαρκής και ενιαία παράβαση – Έννοιες του συνολικού σχεδίου και των συμπεριφορών που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της ίδιας παράβασης (ομαδοποιήσεις προϊόντων, πληρωμές υπό τον όρο της αποκλειστικότητας και υποχρεώσεις κατά του κατακερματισμού) – Αποτελέσματα εκτοπισμού – Δικαιώματα άμυνας

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-604/18

Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Android)

Το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό την απόφαση της Επιτροπής ότι η Google επέβαλε παράνομους περιορισμούς στους κατασκευαστές κινητών συσκευών Android και στους φορείς εκμετάλλευσης κινητών δικτύων κινητής τηλεφωνίας προκειμένου να εδραιώσει τη δεσπόζουσα θέση της μηχανής αναζήτησής της Προκειμένου να αντικατοπτρίζεται καλύτερα η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να επιβάλει πρόστιμο ύψους 4,125 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Google, η συλλογιστική της διαφέρει από ορισμένες απόψεις από εκείνη της Επιτροπής

Η Google, επιχείρηση στον τομέα των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών που ειδικεύεται σε προϊόντα και υπηρεσίες που σχετίζονται με το Διαδίκτυο, αντλεί το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της από το εμβληματικό προϊόν της, τη μηχανή αναζήτησης Google Search. Το επιχειρηματικό μοντέλο της Google στηρίζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ, αφενός, ορισμένων προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται στους χρήστες ως επί το πλείστον δωρεάν και, αφετέρου, των υπηρεσιών διαδικτυακής διαφήμισης που χρησιμοποιούν δεδομένα που συλλέγονται από τους εν λόγω χρήστες. Η Google προσφέρει επίσης το λειτουργικό σύστημα Android (OS), το οποίο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εγκαταστάθηκε σε περίπου 80% των έξυπνων κινητών συσκευών που χρησιμοποιήθηκαν στην Ευρώπη τον Ιούλιο του 2018. Διάφορες καταγγελίες υποβλήθηκαν στην Επιτροπή σχετικά με ορισμένες από τις επιχειρηματικές πρακτικές της Google στο διαδίκτυο για κινητές συσκευές, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να κινήσει διαδικασία κατά της Google σε σχέση με το Android στις 15 Απριλίου 2015. 2 Με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2018 3, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο στην Google για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεώς της επιβάλλοντας αντίθετους προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμβατικούς περιορισμούς στους κατασκευαστές κινητών συσκευών και στους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων κινητής τηλεφωνίας, σε ορισμένες περιπτώσεις από την 1η Ιανουαρίου 2011. Εντοπίστηκαν τρία είδη περιορισμών:

1. εκείνοι που περιέχονται σε «συμφωνίες διανομής», οι οποίοι απαιτούν από τους κατασκευαστές κινητών συσκευών να προεγκαθιστούν τις εφαρμογές περιήγησης γενικής αναζήτησης (Google Search) και (Chrome) προκειμένου να μπορούν να λάβουν άδεια από την Google για τη χρήση του καταστήματος εφαρμογών της (Play Store)·

2. εκείνες που περιλαμβάνονται σε «συμφωνίες κατά του κατακερματισμού», δυνάμει των οποίων οι άδειες εκμεταλλεύσεως που είναι αναγκαίες για την προεγκατάσταση των εφαρμογών Google Search και Play Store μπορούν να αποκτηθούν από τους κατασκευαστές κινητών συσκευών μόνον εφόσον αυτοί δεσμεύονται να μην πωλούν συσκευές με εκδόσεις του λειτουργικού συστήματος Android μη εγκεκριμένες από την Google·

3. εκείνες που περιλαμβάνονται σε «συμφωνίες κατανομής των εσόδων», δυνάμει των οποίων η χορήγηση μέρους των διαφημιστικών εσόδων της Google στους κατασκευαστές κινητών συσκευών και στους οικείους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων κινητής τηλεφωνίας εξαρτιόταν από τη δέσμευσή τους να μην προεγκαταστήσουν ανταγωνιστική υπηρεσία γενικής αναζήτησης σε προκαθορισμένο χαρτοφυλάκιο συσκευών.

Κατά την Επιτροπή, σκοπός όλων αυτών των περιορισμών ήταν η προστασία και η ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσεως της Google στον τομέα των υπηρεσιών γενικής αναζητήσεως και, ως εκ τούτου, των εσόδων που αποκόμισε η Google από τις διαφημίσεις αναζήτησης. Επομένως, ο κοινός σκοπός και η αλληλεξάρτηση των επίμαχων περιορισμών οδήγησαν την Επιτροπή να τους χαρακτηρίσει ως ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο ύψους σχεδόν 4,343 δισεκατομμυρίων ευρώ στην Google, το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει επιβληθεί ποτέ από αρχή ανταγωνισμού στην Ευρώπη. Η προσφυγή της Google απορρίπτεται σε μεγάλο βαθμό από το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο περιορίζεται στην ακύρωση της αποφάσεως μόνο στο μέτρο που διαπιστώνει ότι οι προαναφερθείσες συμφωνίες κατανομής των εσόδων βάσει χαρτοφυλακίου συνιστούν, αυτές καθεαυτές, κατάχρηση. Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επίσης σκόπιμο, στο πλαίσιο της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, να καθορίσει το ύψος του επιβληθέντος στην Google προστίμου σε 4,125 δισεκατομμύρια ευρώ. Εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου Σε πρώτο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως κατά τον ορισμό των σχετικών αγορών και κατά τη μεταγενέστερη εκτίμηση της δεσπόζουσας θέσεως της Google σε ορισμένες από τις αγορές αυτές. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οφείλει, κατ' ουσίαν, να εξακριβώσει, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων των διαδίκων και της συλλογιστικής που εκτίθεται στην επίδικη απόφαση, αν η άσκηση της εξουσίας της Google στις σχετικές αγορές της παρέσχε τη δυνατότητα να ενεργήσει σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα από τους διάφορους παράγοντες που θα μπορούσαν να περιορίσουν τη συμπεριφορά της. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή προσδιόρισε, καταρχάς, τέσσερα είδη σχετικής αγοράς: i) την παγκόσμια αγορά (εξαιρουμένης της Κίνας) για τη χορήγηση αδειών εκμετάλλευσης λειτουργικών συστημάτων έξυπνων κινητών συσκευών· ii) την παγκόσμια αγορά (εξαιρουμένης της Κίνας) για καταστήματα εφαρμογών Android· iii) τις διάφορες εθνικές αγορές, εντός του ΕΟΧ, για την παροχή υπηρεσιών γενικής αναζήτησης· και (iv) την παγκόσμια αγορά για προγράμματα περιήγησης ιστού για κινητά που δεν αφορούν ειδικά το λειτουργικό σύστημα. Στη συνέχεια, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Google κατείχε δεσπόζουσα θέση στις τρεις πρώτες από τις αγορές αυτές. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την παρουσίαση των διαφόρων σχετικών αγορών από την Επιτροπή, αναφέρθηκε δεόντως στη συμπληρωματικότητά τους, παρουσιάζοντάς τες ως αλληλένδετες, ιδίως υπό το πρίσμα της συνολικής στρατηγικής που εφαρμόζει η Google για την προώθηση της μηχανής αναζητήσεώς της, ενσωματώνοντάς την σε ένα «οικοσύστημα». Το Γενικό Δικαστήριο, αφού κλήθηκε, ειδικότερα, να αποφανθεί επί του καθορισμού των ορίων της αγοράς αδειοδοτήσεως λειτουργικών συστημάτων έξυπνων κινητών συσκευών και επί της συνακόλουθης εκτιμήσεως της θέσεως που κατέχει η Google στην αγορά αυτή, διαπιστώνει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε χωρίς αντίρρηση εκ μέρους της Google ότι τα «μη αδειοδοτήσιμα» λειτουργικά συστήματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από κάθετα ολοκληρωμένους προγραμματιστές, όπως το iOS ή το Blackberry της Apple, δεν αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς, δεδομένου ότι οι τρίτοι κατασκευαστές κινητών συσκευών δεν μπορούν να λάβουν άδειες για αυτούς. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας επίσης ότι η δεσπόζουσα θέση της Google στην αγορά αυτή δεν έθετε εν αμφιβόλω την έμμεση ανταγωνιστική πίεση που ασκούσε στην αγορά αυτή το λειτουργικό σύστημα της Apple που δεν μπορούσε να αδειοδοτηθεί. Επίσης, ορθώς η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο χαρακτήρας ανοικτής πηγής της άδειας χρήσεως του πηγαίου κώδικα Android δεν συνιστούσε επαρκή ανταγωνιστική πίεση για να αντισταθμίσει τη δεσπόζουσα αυτή θέση.

Σε δεύτερο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τους διάφορους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των επίμαχων περιορισμών. Πρώτον, όσον αφορά τους όρους πριν από την εγκατάσταση που επιβλήθηκαν στους κατασκευαστές κινητών συσκευών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι όροι αυτοί ήταν καταχρηστικοί, διακρίνοντας, αφενός, τη δέσμη εφαρμογών Google Search και Play Store από το πρόγραμμα περιήγησης Chrome, τη δέσμη εφαρμογών Google Search και Play Store και, αφετέρου, διαπιστώνοντας ότι οι εν λόγω δέσμες είχαν περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά την περίοδο της παράβασης, για τις οποίες η Google δεν ήταν σε θέση να αποδείξει καμία αντικειμενική δικαιολογία. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι οι επίμαχοι όροι προεγκατάστασης παρείχαν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, η Επιτροπή έκρινε ότι μια τέτοια προεγκατάσταση μπορούσε να προκαλέσει «status quo bias» λόγω της τάσης των χρηστών να χρησιμοποιούν τις εφαρμογές αναζήτησης και φυλλομετρητή που είχαν στη διάθεσή τους και ικανή να αυξήσει σημαντικά και σε μόνιμη βάση τη χρήση της οικείας υπηρεσίας, πλεονέκτημα που δεν μπορούσε να αντισταθμιστεί από τους ανταγωνιστές της Google. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, καμία από τις επικρίσεις της Google δεν μπορεί να αντιταχθεί στη σχετική ανάλυση της Επιτροπής. Στη συνέχεια, εξετάζοντας αιτιάσεις σχετικά με τη διαπίστωση ότι τα μέσα που διέθεταν οι ανταγωνιστές της Google δεν τους παρείχαν τη δυνατότητα να αντισταθμίσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που αντλεί η Google από τις επίμαχες συνθήκες προεγκατάστασης, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν απαγορεύουν την προεγκατάσταση ανταγωνιστικών εφαρμογών, εντούτοις προβλέπεται τέτοια απαγόρευση, όσον αφορά τις συσκευές που καλύπτονται, στις συμφωνίες κατανομής των εσόδων –είτε πρόκειται για συμφωνίες κατανομής των εσόδων βάσει χαρτοφυλακίου είτε βάσει συσκευής που τις αντικατέστησαν– ήτοι άνω του 50 % των συσκευών Google Android που πωλήθηκαν στον ΕΟΧ από το 2011 έως το 2016, τις οποίες η Επιτροπή μπόρεσε να λάβει υπόψη ως συνδυασμένα αποτελέσματα των επίμαχων περιορισμών. Επιπλέον, η Επιτροπή μπορούσε επίσης θεμιτώς να στηριχθεί στην παρατήρησή της επί της πραγματικής καταστάσεως προς στήριξη των διαπιστώσεών της, επισημαίνοντας συναφώς την περιορισμένη χρήση, στην πράξη, της προεγκατάστασης ή της τηλεφόρτωσης ανταγωνιστικών εφαρμογών ή της προσβάσεως σε ανταγωνιστικές υπηρεσίες αναζητήσεως μέσω φυλλομετρητών. Τέλος, κρίνοντας αλυσιτελείς τις επικρίσεις της Google κατά των εκτιμήσεων που οδήγησαν την Επιτροπή να διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε αντικειμενική δικαιολογία ούτε για τις εξεταζόμενες δέσμες, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει στο σύνολό του τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των όρων πριν από την εγκατάσταση είναι εσφαλμένη. Δεύτερον, όσον αφορά την εκτίμηση του μοναδικού όρου πριν από την εγκατάσταση που περιλαμβανόταν στις συμφωνίες κατανομής των εσόδων βάσει χαρτοφυλακίου, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει, καταρχάς, ότι η Επιτροπή βασίμως θεώρησε ότι οι επίμαχες συμφωνίες συνιστούσαν συμφωνίες αποκλειστικότητας, στο μέτρο που οι προβλεπόμενες πληρωμές υπό τον όρο ότι δεν υπήρχε προεγκατάσταση ανταγωνιστικών υπηρεσιών γενικής αναζητήσεως στο χαρτοφυλάκιο των οικείων προϊόντων. Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, για να τις διαπιστώσει καταχρηστικές, η Επιτροπή έκρινε ότι οι συμφωνίες αυτές ήταν ικανές να ενθαρρύνουν τους κατασκευαστές κινητών συσκευών και τους οικείους φορείς εκμεταλλεύσεως δικτύων κινητής τηλεφωνίας να μην προεγκαθιστούν τέτοιες ανταγωνιστικές υπηρεσίες, όφειλε, σύμφωνα με την εφαρμοστέα σε αυτό το είδος πρακτικής νομολογία 5, να προβεί σε ανάλυση της δυνατότητάς τους να περιορίσουν τον ανταγωνισμό επί της ουσίας, λαμβανομένων υπόψη όλων των τις κρίσιμες περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένου του μεριδίου της αγοράς που καλύπτεται από την επίδικη πρακτική και της εγγενούς ικανότητάς της να αποκλείει τους ανταγωνιστές τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικούς με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση. Η ανάλυση της Επιτροπής στηρίχθηκε, κατ' ουσίαν, σε δύο στοιχεία: στην εξέταση της καλύψεως της επίδικης πρακτικής και στα αποτελέσματα του κριτηρίου του «εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή» 6 που εφάρμοσε. Στο μέτρο που η Επιτροπή διαπίστωσε, όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, ότι οι επίμαχες συμφωνίες κάλυπταν «σημαντικό μέρος» των εθνικών αγορών υπηρεσιών γενικής αναζήτησης, ανεξαρτήτως του τύπου της χρησιμοποιούμενης συσκευής, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαπίστωση αυτή δεν τεκμηριώνεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέθεσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Υπάρχει παρόμοια ανεπάρκεια όσον αφορά μία από τις παραδοχές του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ήτοι το μερίδιο ερωτήματος αναζήτησης που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από έναν υποθετικά τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή του οποίου η εφαρμογή θα είχε προεγκατασταθεί παράλληλα με το Google Search. Το Γενικό Δικαστήριο εντοπίζει επίσης ορισμένα σφάλματα αιτιολογίας όσον αφορά την εκτίμηση των ουσιωδών μεταβλητών του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόζει η Επιτροπή, ήτοι την εκτίμηση του κόστους που καταλογίζεται σε έναν τέτοιο ανταγωνιστή· την αξιολόγηση της ικανότητας του ανταγωνιστή να επιτύχει την προεγκατάσταση της εφαρμογής του· και την εκτίμηση των πιθανών εσόδων με βάση την ηλικία των κινητών συσκευών που χρησιμοποιούνται. Επομένως, όπως επισήμανε η Επιτροπή, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν στηρίζει τη διαπίστωση καταχρήσεως απορρέουσας από τις συμφωνίες κατανομής των εσόδων βάσει χαρτοφυλακίου και, ως εκ τούτου, ο αντίστοιχος λόγος ακυρώσεως γίνεται δεκτός από το Γενικό Δικαστήριο. Τρίτον, όσον αφορά την εκτίμηση των περιορισμών που περιέχονται στις συμφωνίες κατά του κατακερματισμού, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, προκαταρκτικώς, ότι η Επιτροπή θεωρεί ότι μια τέτοια πρακτική είναι καταχρηστική στο μέτρο που αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της αναπτύξεως και της παρουσίας στην αγορά συσκευών που χρησιμοποιούν μη συμβατή διακλάδωση Android 7 μολονότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το δικαίωμα της Google να επιβάλλει απαιτήσεις συμβατότητας μόνο για τις συσκευές στις οποίες είναι εγκατεστημένες οι εφαρμογές της. Αφού διαπίστωσε την ουσιαστική ύπαρξη της επίμαχης πρακτικής, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι η Επιτροπή βασίμως δέχθηκε τη δυνατότητα των μη συμβατών πιρουνιών Android να ασκήσουν ανταγωνιστική πίεση στην Google. Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προέβαλε η Επιτροπή και τα οποία είναι κρίσιμα για τη διαπίστωση του εμποδίου στην ανάπτυξη και την εμπορία ανταγωνιστικών προϊόντων στην αγορά των λειτουργικών συστημάτων για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί άδεια, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ότι η επίμαχη πρακτική είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσεως της Google στην αγορά των υπηρεσιών γενικής αναζητήσεως, αποτρέποντας παράλληλα την καινοτομία, στο μέτρο που περιόριζε την ποικιλομορφία των διαθέσιμων στους χρήστες προσφορών. Σε τρίτο στάδιο, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, με τον οποίο η Google ζητεί να διαπιστωθεί προσβολή του δικαιώματός της προσβάσεως στον φάκελο και προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως. Εξετάζοντας, πρώτον, την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει, προκαταρκτικώς, ότι οι σχετικές αιτιάσεις της Google αφορούν το περιεχόμενο σειράς σημειωμάτων που απέστειλε η Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2018 σχετικά με συναντήσεις που είχε η Επιτροπή με τρίτους καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνάς της. Δεδομένου ότι όλες αυτές οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με το αντικείμενο της έρευνας, κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 8, η Επιτροπή όφειλε, κατά συνέπεια, να μεριμνήσει για τη σύνταξη πρακτικών που θα καθιστούσαν δυνατή την οικεία επιχείρηση, κατά τον χρόνο λήξεως της προθεσμίας, να λάβει γνώση του εγγράφου αυτού και να ασκήσει τα δικαιώματα άμυνας. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι απαιτήσεις που εκτίθενται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν πληρούνταν λόγω, αφενός, του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ των ακροάσεων και της διαβιβάσεως των σημειώσεων που τις αφορούσαν και, αφετέρου, λόγω του συνοπτικού χαρακτήρα των σημειώσεων αυτών. Όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την εν λόγω διαδικαστική πλημμέλεια, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει εντούτοις ότι, κατά τη νομολογία, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να διαπιστωθεί, σε περίπτωση τέτοιας διαδικαστικής πλημμέλειας, μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει ότι θα ήταν σε θέση να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της αν δεν είχε υποπέσει στην πλάνη αυτή. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, εντούτοις, ότι τούτο δεν αποδείχθηκε ούτε από τα αποδεικτικά στοιχεία που του γνωστοποιήθηκαν ούτε από τα επιχειρήματα που του προβλήθηκαν συναφώς. Όσον αφορά, δεύτερον, την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι σχετικές επικρίσεις της Google συνιστούν τη διαδικαστική πτυχή των αιτιάσεων που προβάλλονται προς αμφισβήτηση του βασίμου της διαπιστώσεως ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων συμφωνιών κατανομής των εσόδων, στο μέτρο που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της αρνήσεως διεξαγωγής επ' ακροατηρίου συζητήσεως σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε στο πλαίσιο αυτό. Δεδομένου ότι η Επιτροπή αρνήθηκε την Google επ' ακροατηρίου συζήτηση, μολονότι είχε αποστείλει στην Google δύο επιστολές περί πραγματικών περιστατικών, οι οποίες συμπλήρωναν κατ' ουσίαν την ουσία και το περιεχόμενο της προσεγγίσεως που εκτέθηκε αρχικώς στην ανακοίνωση αιτιάσεων ως προς το ζήτημα αυτό, χωρίς όμως να εκδώσει, όπως όφειλε, συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων ακολουθούμενη από ακρόαση, εκτιμά ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Google και, ως εκ τούτου, στέρησε από την Google τη δυνατότητα να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της με αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά της σε ακρόαση. Το Γενικό Δικαστήριο προσθέτει ότι η αξία της επ' ακροατηρίου συζητήσεως είναι κατά μείζονα λόγο εμφανής εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν προηγουμένως κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμφωνιών κατανομής των εσόδων βάσει χαρτοφυλακίου πρέπει να ακυρωθεί και για τον λόγο αυτό. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο, υποχρεούμενο να προβεί, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, σε αυτοτελή εκτίμηση του ύψους του προστίμου, επισημαίνει εκ προοιμίου ότι, μολονότι η επίδικη απόφαση πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί εν μέρει, καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες κατανομής των εσόδων βάσει χαρτοφυλακίου είναι, αυτές καθεαυτές, καταχρηστικές, η μερική αυτή ακύρωση δεν επηρεάζει το συνολικό κύρος της διαπιστώσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παραβάσεως, λαμβανομένων υπόψη των εκτοπιστικών αποτελεσμάτων που απορρέουν από τις λοιπές καταχρηστικές πρακτικές που εφάρμοσε η Google κατά τη διάρκεια της περιόδου της παραβάσεως. Βάσει της δικής του εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων που συνδέονται με την κύρωση, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι πρέπει να μεταρρυθμιστεί η επίδικη απόφαση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην Google για τη διαπραχθείσα παράβαση ανέρχεται σε 4,125 δισεκατομμύρια ευρώ. Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, όπως έπραξε και η Επιτροπή, να λάβει υπόψη τον ηθελημένο χαρακτήρα της εφαρμογής των παράνομων πρακτικών και την αξία των σχετικών πωλήσεων που πραγματοποίησε η Google κατά το τελευταίο έτος της πλήρους συμμετοχής της στην παράβαση. Αντιθέτως, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση, να λάβει υπόψη τη διαχρονική εξέλιξη των διαφόρων πτυχών της παραβάσεως και τη συμπληρωματικότητα των οικείων πρακτικών, προκειμένου να εκτιμήσει τον αντίκτυπο των εκτοπιστικών αποτελεσμάτων που ορθώς διαπίστωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση.