Ρήτρα περί μη ανταγωνισμού στην εργασία

Νομολογία Αρείου Πάγου. ΑΠ 1598/2022 : Πότε μία ρήτρα μη ανταγωνισμού μπορεί να κριθεί άκυρη

4/26/2025

itlawyers background
itlawyers background

ΑΠ 1598/2022 : Πότε μία ρήτρα μη ανταγωνισμού μπορεί να κριθεί άκυρη

Η παρούσα απόφαση του Αρείου Πάγου εξετάζει την αίτηση αναίρεσης μιας εταιρείας κατά εφετειακής απόφασης που έκρινε άκυρη ρήτρα μη ανταγωνισμού σε σύμβαση εργασίας με πρώην διευθυντή της. Το δικαστήριο αναλύει τη συμβατική ελευθερία σε σχέση με τους όρους μη ανταγωνισμού, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκειά τους, τη γεωγραφική έκταση, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύεται και την ενδεχόμενη αποζημίωση, ελέγχοντας παράλληλα τη συμβατότητά τους με συνταγματικά δικαιώματα και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί υπέρμετρης δέσμευσης. Τελικά, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, κρίνοντας ότι η εφετειακή απόφαση δεν παραβίασε τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και αιτιολόγησε επαρκώς την απόρριψη της ρήτρας μη ανταγωνισμού ως υπερβολικά περιοριστικής για την επαγγελματική εξέλιξη του εναγομένου.

Το ανώτατο δικαστήριο σημείωσε ότι η ρήτρα μη ανταγωνισμού δεν δύναται να αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Συγκεκριμένα έγινε δεκτό ότι ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 361 του Αστικού Κώδικα, οι συμβαλλόμενοι έχουν την ελευθερία να καθορίζουν το περιεχόμενο των συμβάσεών τους, συμπεριλαμβανομένης της ανάληψης υποχρέωσης μη ανταγωνισμού, ωστόσο αυτή η ελευθερία δεν είναι απεριόριστη.

Συγκεκριμένα το δικαστήριο επεσήμανε ότι μια ρήτρα μη ανταγωνισμού δεν πρέπει να καταλύει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της εργασίας (άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος) και το εξίσου κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής ή επαγγελματικής δράσης (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Επιπλέον η ρήτρα δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, που αφορούν την υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του υποχρέου και δεν δύναται να αντίκειται στα χρηστά ήθη.

Το κύρος της ρήτρας εξαρτάται από τη διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε και την αποζημίωση που δικαιούται η εταιρεία αν παραβλέψει ο υπόχρεος τη συμβατική του υποχρέωση ανταγωνιστικής δραστηριότητας. Εάν η ρήτρα περιορίζει υπέρμετρα το δικαίωμα του εργαζομένου προς εργασία, μπορεί να κριθεί άκυρη.

Στην συγκεκριμένη δε υπόθεση, το εφετείο έκρινε άκυρη τη ρήτρα μη ανταγωνισμού επειδή περιόριζε υπέρμετρα το δικαίωμα του εναγομένου προς εργασία για δύο έτη μετά τη λήξη της σύμβασης, εκτοπίζοντας τον ουσιαστικά επαγγελματικά από τον ευρύτερο τομέα της πληροφορικής σε όλη την ελληνική επικράτεια, και για την επιβολή αυτού του περιορισμού δεν είχε συμφωνηθεί κάποιο αντάλλαγμα.

Συνεπώς, για να είναι έγκυρη μια ρήτρα μη ανταγωνισμού κατά το ελληνικό δίκαιο, πρέπει μεν να τηρείται η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, οφείλει δε να μην παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα σχετικά με την εργασία και την επαγγελματική ελευθερία, και να μην αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ περί υπέρμετρης δέσμευσης. Η διάρκεια, η γεωγραφική έκταση, το είδος της απαγορευμένης δραστηριότητας και η ύπαρξη ανταλλάγματος (αποζημίωσης) είναι κρίσιμα στοιχεία για την αξιολόγηση της εγκυρότητας μιας τέτοιας ρήτρας.