Ηλεκτρονικό Έγκλημα

Εκδικητική Πορνογραφία - Revenge Porn

"Η βία στο διαδίκτυο (κυβερνοβία) συχνά παρερμηνεύεται και δεν λαμβάνεται τόσο σοβαρά όσο θα έπρεπε. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η βία στο διαδίκτυο μπορεί να ξεκινήσει στο διαδίκτυο, αλλά συχνά τελειώνει εκτός διαδικτύου με καταστροφικές συνέπειες για τα θύματα και τις οικογένειές τους.

Απειλές βίας, καταδίωξη, υποκίνηση σε αυτοκτονία, απομόνωση παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς... μπορεί όλα να έχουν ως αποτέλεσμα τον αυτοτραυματισμό του θύματος ή τη σωματική επίθεση από τον αρχικό δράστη. Είναι σημαντικό να αναληφθεί δράση για την πρόληψη της βίας στο διαδίκτυο και για την προστασία και την απονομή δικαιοσύνης στα θύματα."

εκδικητική πορνογραφία
εκδικητική πορνογραφία

Το αδίκημα αυτό αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιο πρόσωπο κοινολογεί ή αναρτά σε δημόσια θέα (ή στο διαδίκτυο) οπτικό (φωτογραφίες. βιντεο κλπ) ή οπτικοακουστικό υλικό με περιεχόμενο "ιδιωτικών πράξεων" τρίτου που αφορά στην σεξουαλική ζωή του γνωστό ως revenge porn.

Η τέλεση της πράξης ακόμη και η απειλή τέλεσης προκαλεί ως επίπτωση στα θύματά της σοβαρές βλάβες της ψυχικής ή σωματικής υγείας, συχνά ανεπανόρθωτες, που τα έχουν οδηγήσει, ακόμα και σε απόπειρα ή τελεσμένη αυτοχειρία.

Με την διάταξη του άρθρου 346ΠΚ εισήχθη στον ελληνικό δίκαιο η περίπτωση της εκδικητικής προνογραφίας. Η αιτιολογική έκθεση του νόμου διατυπώνει την ανάγκη θέσπισης ποινικής διάταξης στον ποινικό κώδικα για την αντιμετώπιση του σύγχρονου φαινομένου που χαρακτηρίζεται ως σύγχρονη μορφή κυβερνοβίας η οποία αποσκοπεί στο να εκθέσει, στιγματίσει και προσβάλλει τους αποδέκτες της.

Με την προτεινόμενη ρύθμιση τυποποιείται ως αξιόποινη πράξη που προσβάλλει τα έννομα αγαθά της γενετήσιας ζωής και ελευθερίας και υπό προϋποθέσεις και της ανηλικότητας, η μη συναινετική κοινολόγηση ή η ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσωπικών εικόνων ή οπτικοακουστικού υλικού που ανάγονται στη γενετήσια ζωή του παθόντος, ακόμα και αν αυτές δημιουργήθηκαν με τη συναίνεσή του. Η εν λόγω συμπεριφορά συνιστά μορφή σύγχρονης κυβερνοβίας (σύμφωνα με τον ορισμό του Συμβουλίου της Ευρώπης, διαθέσιμος σε: https://www.coe.int/en/web/cyberviolence) , η οποία αποσκοπεί στο να εκθέσει, στιγματίσει και προσβάλλει τους αποδέκτες της. Η θέσπιση της εν λόγω διάταξης αποσκοπεί, σε εναρμόνιση με ευρωπαϊκές πρακτικές που αντιμετωπίζουν ως έγκλημα τέτοιες συμπεριφορές, στην αντιμετώπιση των φαινομένων αυτής της σύγχρονης μορφής βίας, η οποία: α) έχει συχνότατα ως μέσο τέλεσης την ψηφιακή τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (internet, smartphone, computer, social networks), β) δίνει τη δυνατότητα στους δράστες, για τη μη συναινετική , πραγματική, προσομοιωμένη ή και εικονική προβολή κάθε υλικού που αποτυπώνει εκδηλώσεις της γενετήσιας δραστηριότητας των παθόντων, γ) έχει ως συχνότερους αποδέκτες, ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, όπως ενδεικτικά είναι οι ανήλικοι ή κάθε άλλο πρόσωπο που αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και δ) λόγω της βαρύτητας και της κοινωνικής έκτασης της προσβολής, προκαλεί ως επίπτωση στα θύματά της σοβαρές βλάβες της ψυχικής ή σωματικής υγείας, συχνά ανεπανόρθωτες, που τα έχουν οδηγήσει, ακόμα και σε απόπειρα ή τελεσμένη αυτοχειρία. Ειδικότερα, στην παρ. 1 τυποποιείται ως αξιόποινη, που τιμωρείται σε βαθμό σοβαρού πλημμελήματος, κάθε πράξη με την οποία αποκαλύπτεται σε τρίτα πρόσωπα, χωρίς δικαίωμα του δράστη, πραγματική, αλλοιωμένη ή σχεδιασμένη εικόνα ή κάθε είδους οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνεται μη δημόσια πράξη άλλου που αφορά στη γενετήσια ζωή του, όπως για παράδειγμα φωτογραφίες, εικόνες ή βίντεο στα οποία απεικονίζεται η γενετήσια ζωή του θύματος. Το εν λόγω έγκλημα διαμορφώνεται ως ουσιαστικό (αποτελέσματος) καθώς η ίδια η κοινολόγηση συνίσταται στη βλάβη της γενετήσιας ζωής του θύματος. Για να επέλθει η βλάβη αυτή πρέπει, ωστόσο , η πράξη του δράστη να παραπέμπει σε ταυτοποιήσιμο πρόσωπο, δηλαδή να διακρίνεται είτε το πρόσωπο είτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θύματος που το καθιστούν αναγνωρίσιμο. Επιπρόσθετα, στην παρ. 2 κρίθηκε σκόπιμο και δικαιοπολιτικά αναγκαίο, να τυποποιηθεί ως αξιόποινη και η απειλή τέλεσης των ανωτέρω πράξεων, καθώς έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί στον απειλούμενο αφόρητη ψυχολογική πίεση που δύναται να οδηγήσει, όπως ακριβώς και η τέλεσή τους, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία αυτό δεν έχει υποχρέωση. Στην παρ. 3 προβλέπονται διακεκριμένες κακουργηματικές μορφές του εγκλήματος που επισύρουν ποινή κάθειρξης μέχρι οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή, όταν αυτό τελείται α) με ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης με αόριστο αριθμό αποδεκτών, β) από ενήλικο που αφορά ανήλικο λόγω της ιδιαίτερης απαξίας της εν λόγω 48 48 συμπεριφοράς που επιπλέον προσβάλλει και την ανηλικότητα, γ) σε βάρος νυν ή πρώην συζύγου ή συντρόφου του υπαιτίου ή σε βάρος προσώπου που συνοικεί με αυτόν ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή βρίσκεται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, δηλαδή σε βάρος προσώπων στα οποία η εγγύτητα και η ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης ή εξάρτησης που έχει δημιουργηθεί με το ν δράστη, τους καθιστά αδύναμους να αντιδράσουν ή να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, δ) με σκοπό να προσπορίσει ο υπαίτιος στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, δηλαδή από πρόσωπο που προσδοκά τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους από την εγκληματική πράξη. Τέλος, στην παρ. 4 καθιερώνονται οι εκ του αποτελέσματος ιδιαίτερα διακεκριμένες μορφές του εν λόγω αδικήματος, όταν οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν το θύμα σε αυτοκτονία ή σε απόπειρά της.

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΖΩΗΣ

Εκδικητική πορνογραφία Προσθήκη άρθρου 346 ΠΚ

Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 346 ως εξής:

1. Όποιος χωρίς δικαίωμα κοινολογεί σε τρίτο πρόσωπο ή αναρτά σε κοινή θέα, πραγματική, αλλοιωμένη ή σχεδιασμένη εικόνα ή κάθε είδους οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνεται μη δημόσια πράξη άλλου που αφορά στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.

2. Όποιος απειλεί άλλον ότι θα τελέσει τις πράξεις της παρ. 1 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Αν ο υπαίτιος της πράξης του προηγούμενου εδαφίου εξαναγκάζει άλλον σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή για την οποία αυτός δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών.

3. Με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της παρ. 1 αν τελείται:

α) με ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης με αόριστο αριθμό αποδεκτών,

β) από ενήλικο και αφορά σε ανήλικο,

γ) σε βάρος νυν ή πρώην συζύγου ή συντρόφου του υπαιτίου ή σε βάρος προσώπου που συνοικεί με αυτόν ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή βρίσκεται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του,

δ) με σκοπό να προσπορίσει ο υπαίτιος στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος.

4. Αν κάποια από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων οδήγησε το θύμα σε απόπειρα αυτοκτονίας επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή. Αν η πράξη του προηγούμενου εδαφίου οδήγησε στο θάνατο επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή.

(Όπως το άρθρο 346 προστέθηκε με το άρθρο 38 του Ν 4947/2022 – ΦΕΚ Α΄ 124/23.6.2022)»

Με την διάταξη αυτή προστατεύεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας. Με την εισαγωγή της διάταξης του άρθρου 346 στον ποινικό κώδικα γίνεται μια πιο συστηματική αντιμετώπιση του σύγχρονου φαινομένου της "κυβερνοβίας" και μάλιστα με διαβάθμιση που ξεκινά με πλημμέλημα (παρ. 1 και 2) και διαβαθμίζεται ως και κακούργημα (παρ. 3).

Μέχρι την θεσπίση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 348Α ΠΚ το φαινόμενο αντιμετωπίζονταν με τις διατάξεις του ν. 4624/2019 (Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα) με τις γνωστές ερμηνευτικές δυσχέρειες (βλέπε κατωτέρω απόσπασμα 686/2021 ΑΠ).

Η νέα διάταξη αντιμετωπίζει και την περίπτωση κατά την οποία ο υπαίτιος απειλεί ότι θα κοινολογήσει σε τρίτο πρόσωπο ή θα αναρτήσει σε κοινή θέα, πραγματική, αλλοιωμένη ή σχεδιασμένη εικόνα ή κάθε είδους οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνεται μη δημόσια πράξη άλλου που αφορά στη γενετήσια ζωή του. Πρόκειται για έγκλημα αποτελέσματος. ΚΑθώς πρεπει να επέλθει ένα ορισμένο αποτέλεσμα.

Βέβαια η διατύπωση της νέας αυτής διάταξης δημιουργεί νέες δυσκολίες ερμηνείας οι οποίες εντοπίζονται κυρίως στην χρήση των όρων "αναρτά σε κοινή θέα" και "οδήγησε" όπου στην μεν πρώτη δεν είναι ευδιάκριτος ο διαχωρισμός του πλημμελήματος από το κακούργημα και στην δεύτερη δεν χρησιμοποιείται ο νομοτεχνικός όρος "επήλθε" ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως στον ποινικό κώδικα.

Απόσπασμα απόφασης 686/2021 ΑΠ (ΣΤ τμήματος)

Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού αδικήματος της παρ.1α του άρθρου 38 Ν.4624/2019 απαιτείται η χωρίς δικαίωμα επέμβαση επί συστήματος αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η μέσω της επέμβασης αυτής λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων. Ειδικότερα, η τέλεση του αδικήματος προϋποθέτει: α) την ύπαρξη "συστήματος αρχειοθέτησης" που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, κατ' αναλογία του "αρχείου" που προέβλεπε η νομοτυπική μορφή του προϊσχύοντος Ν.2472/1997, β) την επέμβαση σε αυτό, γ) την ανυπαρξία δικαιώματος και δ) την με την επέμβαση αυτή γνώση από τον δράστη του περιεχομένου των δεδομένων. Η επέμβαση προϋποθέτει θετική ενέργεια, η οποία να έχει ως συνέπεια την λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα δηλαδή και με τους αναφερόμενους στο εδάφιο β' τρόπους επεξεργασίας, ήτοι με την αντιγραφή, αφαίρεση, αλλοίωση, βλάβη, συλλογή, καταχώρηση, οργάνωση, διάρθρωση, αποθήκευση, προσαρμογή, μεταβολή, ανάκτηση, αναζήτηση πληροφοριών, συσχέτιση, συνδυασμό, περιορισμό, διαγραφή ή καταστροφή. Τέτοια ενέργεια αποτελεί, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του Ν.4624/2019, η χωρίς δικαίωμα "εισβολή-εισχώρηση" απ' έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης. Είναι αυτονόητο όμως, ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος απαιτείται η αυθαίρετη εισβολή σε σύστημα αρχειοθέτησης, καθώς μόνο η περαιτέρω χρησιμοποίηση του προϊόντος αυτής της εισβολής - επέμβασης δύναται να στοιχειοθετήσει αντικειμενικά την κατά νόμο έννοιά της, οπότε, αν δεν λάβει χώρα τέτοια "εισβολή" ή "είσοδος" και ο δράστης τυχόν γνώριζε τα δεδομένα αυτά από μόνος του ή χωρίς αυθαίρετη έρευνα, παρέμβαση ή διείσδυση, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική μορφή του αδικήματος (ΑΠ 96/2020). Αρκεί δε, η επέμβαση αυτή να έχει ως υλικό αντικείμενό της ένα σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ο υπαίτιος να μην έχει δικαίωμα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, ήτοι τα δεδομένα να αφορούν σε τρίτο φυσικό πρόσωπο και να μην εμπίπτει ο δράστης σε μία από τις εξαιρέσεις των άρθρων 21-36 του Ν.4624/2019 και του Κανονισμού 2016/679 Ε.Ε., ώστε να μην έχει εκ του νόμου δικαίωμα επεξεργασίας και λήψης γνώσης των δεδομένων. Ο όρος επομένως, "χωρίς δικαίωμα" πληρούται σε κάθε περίπτωση, όταν η περιγραφόμενη πράξη τελείται με παραβίαση των προϋποθέσεων που τίθενται στον νόμο. Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4624/2019 αναφέρεται ότι "χωρίς δικαίωμα ενεργεί ο δράστης των αδικημάτων των παραγράφων 1, 2, 3 όταν τελεί τις παραπάνω πράξεις χωρίς να υφίσταται σχετική διάταξη νόμου που να του το επιτρέπει ή ενεργεί καθ' υπέρβαση άλλης νομικής πράξης (λχ. εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, σύμβασης κ.ο.κ.). Κατά τον τρόπο αυτόν, καλύπτονται νομοθετικά και οι περιπτώσεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων τα οποία νομίμως έχει στην κατοχή του ο δράστης - αυτουργός του αδικήματος (λχ. λόγω συγκατάθεσης του υποκειμένου τους ή λόγω επεξεργασίας αυτών για άλλον σκοπό), αλλά τα επεξεργάζεται για διαφορετικό σκοπό από αυτόν που συναίνεσε το υποκείμενό τους ή εν αγνοία του τελευταίου. Ως επιπλέον στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της βασικής μορφής της παρ.1α' του άρθρου 38 Ν.4624/2019, τίθεται σωρευτικά η λήψη γνώσης του περιεχομένου του αρχείου από τον δράστη, προϋπόθεση που τίθεται ως αποτέλεσμα της προγενέστερης από αυτόν επέμβασης στο σύστημα αρχειοθέτησης. Δεδομένου δε ότι η λήψη γνώσης κατά κανόνα επέρχεται μέσω προηγηθείσας "επέμβασης" στο σύστημα αρχειοθέτησης των δεδομένων, καθίσταται εύκολα αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης πρόβλεψε σωρευτικά με την "επέμβαση" και τη λήψη γνώσης στη νέα νομοτυπική μορφή του αδικήματος του άρθρου 38 παρ.1α', ώστε να πληρούνται όλοι οι όροι του (και όχι διαζευκτικά όπως στην περίπτωση του προϊσχύοντος άρθρου 22 παρ.4 Ν.2472/97, διατύπωση που δημιουργούσε ερμηνευτικές δυσκολίες). Σύμφωνα με τους ορισμούς του Ν.4624/19, είναι απαραίτητο, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης τόσο της βασικής μορφής του αδικήματος της παρ.1α, όσο και των υπόλοιπων, των παρ. 1β', 2, 3, 4 και 5, τα προσωπικά δεδομένα επί των οποίων έγινε η επέμβαση να βρίσκονται σε "σύστημα αρχειοθέτησης", τα οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της προσβολής της εγκληματικής πράξης, όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου. Έτσι, και υπό την ισχύ του νόμου 4624/2019, αρχείο προσωπικών δεδομένων αποτελεί και η με την μαγνητοσκόπηση δια ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής συνεύρεσης δύο προσώπων, αφού το παραχθέν υλικό δεν χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση, ενώ επεξεργασία αποτελεί και η αποθήκευση αυτού και η μη διαγραφή του μετά τη λήψη του, όπως και το "μοντάρισμα", προκειμένου να αποκοπούν συγκεκριμένες σκηνές (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 96/2020). Περαιτέρω, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της δεύτερης μορφής του αδικήματος, της παρ. 1β, απαιτείται: α) η ύπαρξη "συστήματος αρχειοθέτησης" που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, β) η ανυπαρξία δικαιώματος επεξεργασίας αυτών και γ) μία από τις αναφερόμενες σε αυτό συνέπειες (τρόπους επεξεργασίας), αντιγραφής, αφαίρεσης, αλλοίωσης, βλάβης, συλλογής, καταχώρησης, οργάνωσης, διάρθρωσης, αποθήκευσης, προσαρμογής, μεταβολής, ανάκτησης, αναζήτησης πληροφοριών, συσχέτισης, συνδυασμού, περιορισμού, διαγραφής ή καταστροφής των δεδομένων αυτών. Οι τελευταίοι δε αυτοί τρόποι, δεν συνιστούν απαραίτητα επέμβαση, ήτοι δεν προϋποθέτουν απαραίτητα, για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, θετική χωρίς δικαίωμα ενέργεια έξωθεν εισβολής-εισχώρησης, που να επιφέρει με οποιονδήποτε τρόπο υλική επενέργεια σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι δυνατή και η μετά από νόμιμη κατοχή των δεδομένων, χρήση και επεξεργασία τους, χωρίς δικαίωμα, με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 38 παρ. 1 β' του Ν. 4624/2029 τρόπους.