Οικογενειακό Δίκαιο

Επιμέλεια - Διατροφή - Επικοινωνία. Ερμηνεία των διατάξεων του ν. 4800/2021 σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου που διέπεουν τις σχέσεις γονέων και τέκνων. Συνεπιμέλεια, ανάθεση επιμέλειας στον ένα γονέα.

4/30/2024

οικογενειακό δίκαιο AI generated image
οικογενειακό δίκαιο AI generated image

Οικογενειακό Δίκαιο

Επιμέλεια - Διατροφή - Επικοινωνία 

Από τις διατάξεις των άρθρων 246 και 591 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ συνάγεται ότι το Δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του, διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Στην προκειμένη περίπτωση, η από 04.05.2023 αγωγή και η από 12.05.2023 αγωγή πρέπει να συνεκδικαστούν, καθώς η ένωση και συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, συνεπάγεται τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και επιφέρει μείωση των εξόδων της.

Με το ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α' 81/21-5-2021) περί «Μεταρρυθμίσεων αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων, άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου και λοιπές επείγουσες διατάξεις» και δη με τα Κεφάλαια Α' και Β' αυτού αντικαθίσταται ή τροποποιείται σειρά διατάξεων του ενδέκατου Κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα για τις σχέσεις γονέων και τέκνων ιδίως για τα θέματα της γονικής μέριμνας των ανήλικων τέκνων (άρθρα 1510-1541 του Αστικού Κώδικα), ως ίσχυαν, ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, η οποία συντελέστηκε με το ν. 1329/1983 και εναρμόνισε τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος για την ισότητα των φύλων και προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία της παιδικής ηλικίας. Η ισχύς του νόμου αυτού, ως προς τα ανωτέρω Κεφάλαια, αρχίζει από τις 16.09.2021 (Κεφάλαιο Η' άρθρο 30), ενώ, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 18 (Κεφάλαιο Ε'), τα Κεφάλαια Β' και Γ' εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου, αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Στο Κεφάλαιο Α', υπό τον τίτλο «σκοπός και αντικείμενο», ορίζεται ότι ο νόμος αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου δια της ενεργού παρουσίας και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του και την εκπλήρωση της ευθύνης τους έναντι αυτού, οι δε διατάξεις του ερμηνεύονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, που δεσμεύουν τη Χώρα, Ιδίως με τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε το ν. 2101/1992 και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), που κυρώθηκε με το ν. 4531/2018. Από το συνδυασμό των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 και 1520, όπως αντικαταστάθηκαν ή τροποποιήθηκαν με τον ως άνω νόμο, συνάγεται ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει, Ιδίως, την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επιπλέον δε, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορά στο πρόσωπο ή στην περιουσία του. Σε περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, ωστόσο, οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Με την εν λόγω ρύθμιση, η οποία βρίσκεται σε αρμονία με τη διάταξη του άρθρου 1510 εδ. α' του ΑΚ, που αναφέρεται στην έγγαμη συμβίωση, καθιερώνεται εκ του νόμου η κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, ακόμη και αν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων ή απόφαση του δικαστηρίου. Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 1513 ΑΚ, η συνέχιση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μπορεί να αποκλειστεί, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ. Με τον όρο «εξακολουθούν» καταφάσκεται η αναγκαιότητα αδιατάρακτης και αδιάκοπης διαβίωσης του ανηλίκου, υπό τις συνθήκες, υπό τις οποίες ζούσε πριν από το χωρισμό των γονέων του κατ, ιδίως, αυτές που αφορούν σττς μεθόδους και στη φιλοσοφία ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, εκπαίδευσής του, πς επιλογές ως προς τις εξωσχολικές του δραστηριότητες, την ψυχαγωγία του και τις κοινωνικές του συναναστροφές, αφού η διάσταση, το διαζύγιο, η διακοπή της συμβίωσης ή „η ακύρωση του γάμου των γονέων του, δεν πρέπει να μεταβάλουν τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου, η οποία πρέπει να ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς, καθόσον βασικός σκοπός είναι η ψυχική υγεία του ανήλικου τέκνου, η ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό περιβάλλον και η ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Με τον όρο «εξίσου» αποδίδεται η θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με το ν. 1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα τούτο, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. Ι του Συντάγματος, περί της ισότιμης συμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση του τέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Για τη λήψη της απόφασης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του για την άσκηση της γονικής μέριμνας. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μτα ανεξάρτητα και υπεύθυνη προσωπικότητα. Ο όρος βέλτιστο συμφέρον κατ' ουσίαν αποδίδει την προϊσχύσασα έννοια του συμφέροντος του τέκνου, επομένως, δεν εισάγεται διαφοροποίηση σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο, ως προς την έννοια και το περιεχόμενο της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού. Ως τέτοιο (συμφέρον του παιδιού) νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής παρέχονται, για πρώτη φορά, από το νομοθέτη, εκ των προτέριον, προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στο δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις, εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού του προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής οικονομικής κατάστασής τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 Α.Κ. «η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχαν συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν στο τέκνο». Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από το νομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς, ωστόσο, να δεσμεύουν το δικαστήριο, ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτησή τους, στο σύνολό τους. Το κανονιστικό νόημα της αόριστης νομικής έννοιας υπερτερεί έναντι άλλου έννομου συμφέροντος, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας (λ.χ. του συμφέροντος των γονέων, των απώτερων ανιόντων, τρίτων προσώπων που έρχονται σε επαφή με το παιδί). Γνώμονας για τη σχετική απόφαση του δικαστηρίου είναι μόνο το συμφέρον του ανήλικου παιδιού, όπως κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση χωριστά, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης. Η εξατομικευμένη κρίση συνιστά εφαρμογή της επιταγής του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αποκλείει τη στερεότυπη αντιμετώπιση, ως προς την αξιολόγηση ατόμων και προσωπικών σχέσεων. Έτσι, κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητά του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, υπό καθεστώς ηρεμίας και ασφάλειας, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντος ικανότητα διάκρισης τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του, ενώ μεγάλης σημασίας είναι και η, κατά το δυνατό, μικρότερη διατάραξη του μέχρι τούδε τρόπου ζωής του παιδιού, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του, δεδομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, έχει ήδη κλονίσει την ψυχική ισορροπία και την αίσθηση ασφάλειας του τέκνου (ΑΠ 78/2023, δημ. στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν διατηρεί περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν επαρκούν για την διατροφή του. Επίσης, από το συνδυασμό των άρθρων 1389, 1390 και 1489 παρ. 2 ΑΚ, με τα οποία ρυθμίζεται η συνεισφορά των συζύγων για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η διατροφή των κοινών τέκνων, προκύπτει ότι η συνεισφορά γίνεται από κοινού και ανάλογα τις δυνάμεις εκάστου γονέα και ανάλογα με δυνατότητες του για προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία του (ΑΠ 175/2020, ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 1402/2005, δημ. στη Νόμος). Για να καθοριστεί το ποσό της διατροφής αξιολογούνται καταρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο αποτελούν οι συνθήκες της ζωής του, χωρίς να ικανοποιούνται παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 995/2019, ΑΠ 1156/2017, ΑΠ 1663/2014, ΑΠ 120/2013, ΑΠ 282/2012, δημ. στην τνπ Νόμος). Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτήρησης και εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου (ΑΠ 402/2020, δημ. στην τνπ Νόμος, ΑΠ 823/2000, ΕλλΔ/νη 41.1597, ΕφΠειρ 267/2020, δημ. στην τνπ Νόμος). Ο γονέας που συνοικεί με το ανήλικο μπορεί να συνυπολογίσει οτιδήποτε συνδέεται με την πραγματική διάθεση χρημάτων για τις ανάγκες του, καθώς και την προσφορά προσωπικών υπηρεσιών για την περιποίηση και φροντίδα του, που είναι αποτιμητές σε χρήμα και άλλες παροχές σε είδος, που συνδέονται τη συνοίκηση (ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 1048/2015, ΑΠ 120/2013, δημ. στην τνπ Νόμος). Τέλος, για την πληρότητα της αγωγής διατροφής τέκνου θα πρέπει, κατ' άρθρο 216 ΚΠολΔ, να αναφέρονται η συγγενική σχέση των διαδίκων (γονέα - τέκνου), η αδυναμία του ανηλίκου τέκνου να διατρέφει τον εαυτό του από τα εισοδήματα της περιουσίας ή το προϊόν της εργασίας του, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου γονέα, οι ανάγκες του ανηλίκου, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του, οι οποίες είναι προσδιοριστικές της διατροφής του, και το αιτούμενο συνολικό ποσό που αποτελεί την ανάλογη διατροφή του. Αντιθέτως, στο αγωγικό δικόγραφο δεν απαιτείται να προσδιορίζεται με ακρίβεια το απαραίτητο για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης ποσό και να εκτίθενται οι οικονομικές δυνατότητες και η δυνατότητα συνεισφοράς του άλλου γονέα, καθώς το σχετικό στοιχείο συνιστά τη βάση ένστασης (κατ' άρθρο 1489 παρ. 2 ΑΚ), την οποία μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος προς περιορισμό της υποχρέωσής του προς διατροφή, ισχυριζόμενος ότι το τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής έναντι και του άλλου γονέα ο οποίος υποχρεούται να συμβάλλει στη διατροφή του τέκνου, ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες (ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 124/2017, ΕφΠατρ 155/2021 και ΕφΠειρ 486/2015, δημ. στην τνπ Νόμος).