Πορνογραφία ανηλίκων - Νομολογία Αρείου Πάγου

Απόφαση 5 / 2021 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 5/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ Β' ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Κωστούλα Φλουρή-Χαλεβίδου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Γρηγόριο Κουτσοκώστα- Εισηγητή, Γεώργιο Χριστοδούλου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Σταματική Μιχαλέτου, Όλγα Σχετάκη-Μπονάτου, Ελισάβετ Τσιρακίδου, Καλλιόπη Πανά, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαριάνθη Παγουτέλη, Αικατερίνη Βλάχου, Άννα Φωτοπούλου-Ιωάννου, Χρήστο Κατσιάνη, Μαρουλιώ Δαβίου-Απέργη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Μαρία Ανδρικοπούλου, Σοφία Πολύζου-Θεοχάρη και Άννα Αγγελάτου-Βασιλείου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασίλειου Χαλντούπη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως Δικηγόρος και μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Αθανασίου Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 100,101/2019 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Θεσσαλονίκης. Το Μ.Ο.Ε. Θεσσαλονίκης διέταξε με την ως άνω απόφασή του όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή. Ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3-9-2019 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .... Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 643/2020 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου Αρείου Πάγου, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ'αριθμ. 1127/2020 απόφαση του ιδίου Τμήματος, που παρέπεμψε τον υπό στοιχείο 3.3.α, αναιρετικό λόγο στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου (άρθρ. 23 παρ. 1, 2 ΚΟΔ Ν. 1756/1988). Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αναιρετικός λόγος της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 348Α παρ. 4β ΠΚ, της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος και τον αναιρεσείοντα που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την απόφαση 643/2020 του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, όπως αυτή διορθώθηκε με την απόφαση 1127/2020 του ίδιου Τμήματος, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1, 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988), όπως αυτές ισχύουν, και 3 παρ. 3 του Ν. 3810/1957, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο με τα στοιχεία 3.3 α, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, κατά την εκτίμηση της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης, λόγος της από 3-9-2019 αίτησης αναίρεσης του Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ... ως προς το αναφερόμενο σ' αυτή (παραπεμπτική απόφαση) σκέλος, κατά της απόφασης 100-101/2019 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ), για την αξιόποινη πράξη της κατοχής, με χρήση συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και σύνδεση αυτού στο διαδίκτυο, υλικού παιδικής πορνογραφίας, η παραγωγή του οποίου συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους (άρθρο 348 Α παρ. 2, 3, 4 περ. β' του ίδιου Κώδικα), κατ' εξακολούθηση, για την οποία (πράξη) επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή φυλάκισης τριών ετών, η έκτιση της οποίας ανεστάλη για τρία έτη. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από αυτό, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν εκτίθενται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την κρίση του δικαστηρίου, προέκυψαν και είναι απαραίτητα για την υπαγωγή στη διάταξη που εφαρμόστηκε ή όταν στην έκθεση αυτών ενυπάρχει έλλειψη κάποιου από αυτά ή αντίφαση μεταξύ τους ή με το διατακτικό της απόφασης, ώστε λόγω των πλημμελειών αυτών να μην καθίσταται εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη υπαγωγής στο νόμο και να στερείται, έτσι, η απόφαση νόμιμης βάσης. Τα περιστατικά που προκύπτουν και απαιτούνται για την υπαγωγή τους στην εφαρμοζόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη δεν είναι τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της απόφασης για τη θεμελίωση των συλλογισμών του δικαστηρίου, αλλά μόνο τα έχοντα άμεση σχέση με τα προβλεπόμενα από το νόμο στοιχεία της αξιόποινης πράξης, το άδικο αυτής, τον καταλογισμό ή τους λόγους απαλλαγής από την ποινή ή μείωσης αυτής. Περαιτέρω, η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλαδή η ευθεία παράβαση αυτής, προϋποθέτει εσφαλμένη μείζονα πρόταση στο συλλογισμό, συνέπεια της οποίας είναι το εσφαλμένο πόρισμα, ανεξάρτητα από το αν τα πραγματικά περιστατικά υπήχθησαν ορθά ή εσφαλμένα, από άποψη τυπικής λογικής, στο λόγο της μείζονος πρότασης του συλλογισμού. Η εκ πλαγίου παράβαση προϋποθέτει αληθή μείζονα πρόταση με εσφαλμένη υπαγωγή, ενώ στην έλλειψη νόμιμης βάσης, που συνιστά περίπτωση της εκ πλαγίου παράβασης, υπάρχει ασαφής περιγραφή περιστατικών, η οποία καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη υπαγωγής αυτών στο πραγματικό του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου. Ουσιώδες γνώρισμα του ένδικου μέσου της αναίρεσης είναι ότι με αυτή δεν εξετάζεται η υπόθεση εκ νέου από πραγματική άποψη, αλλά επιδιώκεται μόνο η διαπίστωση των τυχόν νομικών σφαλμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης ή του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Έτσι, στην αναίρεση, η αρμοδιότητα των Τμημάτων του Αρείου Πάγου ή της Ολομέλειας εκτείνεται στην έρευνα της νομικής ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης ή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, χωρίς το Δικαστήριο να μπορεί να υπεισέλθει στην εκτίμηση και στη διαπίστωση των πορισμάτων της αποδεικτικής διαδικασίας (ΟλΑΠ 2/2010), περιορίζεται, δηλαδή, η εξουσία της Ολομέλειας, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, μόνο στην έρευνα του παραπεμπόμενου ενώπιόν της νομικού ζητήματος. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι ο Άρειος Πάγος, αναιρώντας την απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δεν παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας ως αποδειχθέντα. Αν, όμως, η εφαρμογή της σωστής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνάπτεται με την έρευνα και την αξιολόγηση πραγματικών περιστατικών, όπως στην περίπτωση της ασάφειας ή της ανεπάρκειας των πραγματικών περιστατικών, τα οποία το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, ως αποδειχθέντα, αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση του δικαστηρίου αυτού και παραπέμπει την υπόθεση σ' αυτό για νέα συζήτηση. Τέλος, όταν δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ούτε η τελευταία έχει αρμοδιότητα να κρίνει επί της υπόθεσης, η Τακτική Ολομέλεια κηρύσσει απαράδεκτη την παραπομπή σ' αυτή της υπόθεσης (ΟλΑΠ 2/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου δίκασε επί της από 3-9-2019 αίτησης (ασκηθείσας με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αυθημερόν) του Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ... για αναίρεση της προαναφερθείσας απόφασης 100-101/2019 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφασή του αυτή το Δικαστήριο της ουσίας (Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης) δέχθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι, για την κακουργηματική μορφή της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας, κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α παρ. 4 περ. β' του ΠΚ, η οποία αποτέλεσε τη μείζονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού για τον κακουργηματικό ή μη χαρακτήρα της πράξης, αρκεί ότι η παραγωγή του υλικού αυτού συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων, που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, αφού υπήγαγε στο λόγο της μείζονος πρότασης τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την κρίση του, προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όπως αυτή ερμηνεύθηκε από αυτό και τέθηκε ως μείζων πρόταση στο δικανικό συλλογισμό του, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας με την ως άνω κακουργηματική της μορφή και κήρυξε αυτόν (κατηγορούμενο) ένοχο για την πράξη αυτή, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ). Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι: "Ο κατηγορούμενος στη Θεσσαλονίκη και στο επί της οδού ..., γραφείο του, κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2010 έως 5.11.2010, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με τη χρήση συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και τη σύνδεση αυτού στο διαδίκτυο, κατείχε υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια του νόμου, ήτοι πολλαπλές αναπαραστάσεις και αποτυπώσεις, σε ηλεκτρονικούς και υλικούς φορείς, του σώματος ή και γεννητικών οργάνων ανηλίκων, κατά τρόπο που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση, καθώς και ασελγών πράξεων που διενεργούνται από και με ανηλίκους, γνωρίζοντας ότι η παραγωγή του υλικού παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν είχαν συμπληρώσει το 15° έτος. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 30.7.2010 έως 5.11.2010, στη Θεσσαλονίκη και στο άνω γραφείο του, μέσω του ηλεκτρονικού υπολογιστή του με τη χρήση του διαδικτύου και έχοντας λογισμικό ανταλλαγής αρχείων με την ονομασία "...", που συνδέονταν με το δίκτυο ανταλλαγής αρχείων "...", κατείχε επτά (7) αρχεία, τα οποία κατά την αναπαραγωγή τους απεικονίζουν ανήλικα άτομα να τελούν ασελγείς πράξεις (πεολειχίες, ετεροαυνανισμό κλπ) ή και τα γεννητικά τους όργανα, κατά τρόπο που προδήλως αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση. Την 5.11.2010, σε γενόμενο έλεγχο των αστυνομικών του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στον υπολογιστή του γραφείου του, βρέθηκαν επίσης αποθηκευμένα σε φακέλους πλέον των πεντακοσίων (500) βίντεο αρχείων και πλέον των τριάντα (30) φωτογραφιών που απεικονίζουν ανήλικα άτομα να τελούν ή να ανέχονται ασελγείς πράξεις, όλες δε τις άνω πράξεις του τις τέλεσε γνωρίζοντας ότι η παραγωγή αυτού του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδεόταν με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους. Το τελευταίο γεγονός αποδεικνύεται, χωρίς να καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία, από την απλή δια γυμνού οφθαλμού επισκόπηση των ευρεθέντων αποθηκευμένων στον υπολογιστή του απεικονίσεων, που συνοδεύουν στην αναγνωσθείσα, διαταχθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκθεση πραγματογνωμοσύνης και δη στα επισκοπηθέντα συνημμένα σ' αυτήν επίσης παραρτήματα, στις οποίες περιλαμβάνονται ασελγείς πράξεις με ανηλίκους καταφανώς νηπιακής ηλικίας. Ομοίως από την ίδια επισκόπηση αποδεικνύεται πως οι απεικονίσεις αυτές του υλικού παιδικής πορνογραφίας αντικατοπτρίζουν πραγματική λήψη των ως άνω παραστάσεων από τους παραγωγούς τους και όχι έργο που παρήχθη τεχνητώς χωρίς να απεικονίζει πραγματικές παραστάσεις (κινούμενα σχέδια, animation κλπ). Επομένως, ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης, που προβλήθηκε από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου είναι απορριπτέος. Περαιτέρω, κατά την έρευνα, που διενεργήθηκε στον ευρεθέντα στο γραφείο του υπολογιστή του κατηγορουμένου κατασχέθηκε σκληρός δίσκος, μάρκας ..., με την ονομασία ..., χωρητικότητας 250 gb, με διαμερίσματα "..." (πρώτη κατάτμηση: C:/) και "..." (δεύτερη κατάτμηση: Ε:/). Ο δίσκος αυτός, σύμφωνα με την από 12-3-2014 τεχνική έκθεση, ήταν ο νέος δίσκος που εγκαταστάθηκε στον υπολογιστή του κατηγορουμένου την 1-10-2009. Στον ανωτέρω δίσκο εντοπίστηκαν υποφάκελοι αποθήκευσης των αρχείων παιδικής πορνογραφίας, ευρισκόμενοι στη διαδρομή ... της δεύτερης κατάτμησης. Ο αρνητικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αγνοούσε την ύπαρξη και αποθήκευση των ανωτέρω βίντεο και φωτογραφιών στον υπολογιστή του, αυτά αποτελούν δε έργο τρίτου προσώπου, που χρησιμοποίησε ή παρενέβη στον υπολογιστή του εν αγνοία του ιδίου, αναιρείται πλήρως από το αποδειχθέν επίσης γεγονός ότι στη διαδρομή όπου ήταν αποθηκευμένοι οι υποφάκελοι με τα παραπάνω ευρήματα, ήταν αποθηκευμένα και αρχεία νομικού περιεχομένου, τα οποία ο ίδιος συνέτασσε και επεξεργαζόταν με μεγάλη συχνότητα (βλ. και σελ. 4 της έκθεσης εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης) στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ενασχόλησης, ώστε να αποκλείεται ο μη εντοπισμός και έρευνα των ως άνω υποφακέλων εκ μέρους του κατά τη διαδικασία εντοπισμού, ανοίγματος, θέασης και αποθήκευσης των επαγγελματικών του αρχείων. Συγκεκριμένα δε στην πρώτη κατάτμηση (C) βρέθηκε σημαντικός αριθμός συντομεύσεων που σχετίζονται με τα ευρήματα της έκθεσης και συγκεκριμένα στον υποφάκελο "..." βρέθηκαν αρχεία συντόμευσης, η ανάλυση των οποίων καταδεικνύει θέαση αρχείων πορνογραφίας ανηλίκων από το χρήστη της πρώτης κατάτμησης. Τη δεύτερη δε κατάτμηση (Ε), στην οποία υπήρχε πλήθος αρχείων παιδικής πορνογραφίας, κρυπτογραφημένα μάλιστα με τη μέθοδο ..., τη χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος ως δευτερεύοντα χώρο αποθήκευσης και ήταν και αυτή ορατή και απολύτως διαθέσιμη στον χρήστη (βλ. έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης). Η προαναφερόμενη μέθοδος κρυπτογράφησης δεν σχετίζεται με αυτοματοποιημένη διαδικασία ή με το διαδίκτυο και επομένως δεν δύναται να εφαρμοσθεί από τρίτο απομακρυσμένο "εισβολέα". Αυτή η, αποδεικνυόμενη αβάσιμη εκδοχή τρίτου απομακρυσμένου "εισβολέα" η οποία υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, προκειμένου να ερμηνευθούν τα ευρήματα, από την τεχνική γνωμάτευση του Χ. Γ. (εξετασθέντος και ως μάρτυρος υπεράσπισης), αποκρούεται επιπροσθέτως και από την κατάθεση του μάρτυρα αστυνομικού Μ. Π., ο οποίος διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις υπολογιστών και ασχολήθηκε επί σειρά ετών με τον εντοπισμό χρηστών παιδικής πορνογραφίας. Αυτός, εξεταζόμενος κατ' αντιπαράσταση με τον μάρτυρα υπεράσπισης Γ., κατέθεσε πως δεν διαπιστώθηκε εισβολή τέτοιου τρίτου. Ο κατηγορούμενος γνώριζε την ύπαρξη και αποθήκευση των αρχείων παιδικής πορνογραφίας που κατείχε, έχοντας συνεχή δυνατότητα πρόσβασης και επέμβασης σ' αυτά, τέτοια βρέθηκαν δε όχι μόνο στα πειστήρια που κατασχέθηκαν στο γραφείο του αλλά και στην οικία του (στο laptop όπου είχαν επίσης αντιγραφεί, χωρίς όμως να προκύπτει περαιτέρω χρήση τους από αυτό το πειστήριο). Τα αρχεία δε στον υπολογιστή του γραφείου του δεν ήταν αποθηκευμένα σε ένα μόνο φάκελο, αλλά είχε γίνει μεταφορά τους σε διάφορους φακέλους, γεγονός που αποδεικνύει μεθοδική ενασχόληση, προκειμένου να γίνει συστηματική αποθήκευσή τους σε διάφορα σημεία του υπολογιστή, αφού το πρόγραμμα διαμοιρασμού αρχείων ..., το οποίο χρησιμοποιείται για την αρχική πρόσβαση και μεταφόρτωσή τους, δεν έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύει σε διαφορετικούς φακέλους και αρχικά αποθήκευε μόνο στον κύριο προσωπικό του φάκελο αποθήκευσης με την ονομασία K. Η τεχνική έκθεση εξάλλου του εξετασθέντος και ως μάρτυρος Κ. Μ., που συντάχθηκε επίσης κατόπιν εντολής (ανάθεσης) του κατηγορουμένου διαπιστώνει και αυτή ότι υπάρχει αρκετή δραστηριότητα στους δίσκους του κατηγορουμένου στον υπολογιστή του γραφείου, με κατεβάσματα και προβολές παράνομων αρχείων, πλην όμως αυτή αποπειράται να τα αποδώσει τη δραστηριότητα αυτή σε ενέργειες άγνωστου δράστη που είχε άμεση πρόσβαση στη χρήση του υπολογιστή του, χωρίς ο κατηγορούμενος να το γνωρίζει. Αυτή η εκδοχή αποκρούεται πλήρως από το γεγονός ότι ο εντοπισμός του πλήθους των καταγεγραμμένων αρχείων παιδικής πορνογραφίας στον υπολογιστή του γραφείου του κατηγορουμένου, όπου αυτός επεξεργαζόταν και αποθήκευε και αρχεία επαγγελματικού περιεχομένου που επεξεργαζόταν δεν ήταν δυνατό να διαλάθει της προσοχής του κατά τα προαναφερόμενα. Περαιτέρω και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι κατά ορισμένους χρόνους, κατά τους οποίους διαπιστώθηκε ότι κατέβαινε υλικό πορνογραφίας στον υπολογιστή του γραφείου του, ο ίδιος αποδεδειγμένα απουσίαζε από αυτό δεν είναι δυνατό να οδηγήσουν το δικαστήριο σε διαφορετική κρίση, αφού, όπως κατατέθηκε και από τον μάρτυρα Μ. Π. το πρόγραμμα με το οποίο κατεβαίνουν αυτά τα αρχεία, δεν απαιτεί την παρουσία του χρήστη, αλλά είναι δυνατόν να προγραμματιστεί να λειτουργεί και μόνο του, ο δε υπολογιστής του κατηγορουμένου παρέμενε ανοικτός τις περισσότερες ώρες, έστω και αν αυτός απουσίαζε από το γραφείο του. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εξ αρχής μεν αποπειράθηκε να επιρρίψει την ευθύνη για την κατοχή του ως άνω υλικού σε τρίτα πρόσωπα συνεργάτες του, που μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στο γραφείο του και στον υπολογιστή του, αυτό όμως το έπραξε εντελώς αορίστως (και μάλιστα κατά τον κρίσιμο αρχικό χρόνο της έρευνας, οπότε θα μπορούσε αυτή να στραφεί και προς άλλες κατευθύνσεις, εάν ο κατηγορούμενος παρείχε οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία), για πρώτη δε φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, μετά από επανειλημμένες ερωτήσεις της έδρας, δέχθηκε να δηλώσει ποιοι ήταν οι συνεργάτες του. Στην κρινόμενη δε περίπτωση το δικαστήριο δέχεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 348Α, διότι για την κακουργηματική μορφή της κατοχής υλικού πορνογραφίας ανηλίκων, όπως σαφώς συνάγεται από το κείμενο της παραπάνω διάταξης, αρκεί ότι η παραγωγή του υλικού αυτού συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων, που δεν είχαν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, και ότι ο κατηγορούμενος το γνώριζε, χωρίς να απαιτείται να είναι ο ίδιος ο παραγωγός του, η ρύθμιση δε με το ανωτέρω περιεχόμενο αποτελεί συνειδητή επιλογή του έλληνα νομοθέτη. Επομένως πρέπει το αίτημα περί μετατροπής της κατηγορίας σε πλημμέλημα να απορριφθεί και ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της κατοχής υλικού πορνογραφίας ανηλίκων υπό την ανωτέρω κακουργηματική της μορφή. Από τα ίδια όμως ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε και καταλείπονται στο δικαστήριο αμφιβολίες ως προς την τέλεση της πράξης της διάθεσης του υλικού παιδικής πορνογραφίας εκ μέρους του κατηγορουμένου. Ο μάρτυρας κατηγορίας Μ. Π. κατέθεσε σε σχετική ερώτηση του δικαστηρίου ότι, αν θυμάται καλά, δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο ως προς τη διάθεση του υλικού σε τρίτους εκ μέρους του κατηγορουμένου. Τέτοια διάθεση δεν διαπιστώθηκε να γίνεται από τα αποθηκευμένα αρχεία του κατηγορουμένου, ο δε αυτοματοποιημένος από το ανωτέρω λογισμικό ("...") διαμοιρασμός, που γίνεται αποκλειστικώς κατά το κατέβασμά τους, δεν αποδείχθηκε ότι καλυπτόταν από το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου στο πρόσωπο του κατηγορουμένου από μόνη τη μη απενεργοποίηση της σχετικής επιλογής. Επομένως ως προς την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη της διάθεσης πρέπει αυτός να κηρυχθεί αθώος...". Κατά της απόφασης αυτής του Δικαστηρίου της ουσίας, ο κατηγορούμενος άσκησε την προαναφερθείσα από 3-9-2019 αίτηση αναίρεσης για τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Θ' του ΚΠοινΔ. Το αρμόδιο ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, στο οποίο εισήχθη η υπόθεση, αφού δέχθηκε, με την απόφασή του 643/2020, ότι: "...Η προμήθεια και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, που αποκτάται ελεύθερα από τον χρήστη του διαδικτύου με σποραδικές επισκέψεις στις ιστοσελίδες αυτού και η διαφύλαξη (αποθήκευση) τούτου, είτε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή είτε σε άλλους υλικούς φορείς (Cd-Rom κ.λ.π.), για αποκλειστικά του ιδίου χρήση, είτε προς ικανοποίηση της περιέργειάς του είτε ακόμη προς διέγερση των όποιων φαντασιώσεων ή γενετήσιων διαστροφών του, δεν αναβαθμίζει αυτόματα την πράξη σε κακουργηματική, εάν συγχρόνως δεν συντρέχουν ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία επεξεργασίας, διαχειρίσεως, αξιοποιήσεως, διαθέσεως ή περαιτέρω διακινήσεως του υλικού αυτού σε τρίτους μέσω e-mail, φωτογραφιών και Cd-Rom ή ανταλλαγής των φωτογραφιών και των βίντεο ανηλίκων μέσω του διαδικτύου ή, τέλος, συνεργασίας με άλλους χρήστες του διαδικτύου για εμπλουτισμό και "βελτίωση" του υλικού, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διαδόσεως και μεταδόσεως της παιδικής πορνογραφίας. Διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η γενίκευση της κατηγορίας για κάθε επίσκεψη σε ιστοσελίδα αυτού του περιεχομένου οδηγεί σε κίνδυνο ποινικοποιήσεως, με την βαρύτερη μάλιστα μορφή, της ελεύθερης χρήσεως του διαδικτύου, ακόμη και για λόγους περιέργειας ή από τύχη, γεγονός που δεν ανήκε στις προθέσεις του νομοθέτη...", απέρριψε τους διαλαμβανόμενους στην αίτηση αναίρεσης λόγους, με τα στοιχεία 1, 2, 3.1, 3.2, 3.3 β, γ, δ και ε, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Θ' του ΚΠοινΔ. Με τον διαλαμβανόμενο στην αίτηση αναίρεσης λόγο, με τα στοιχεία 3.3 α, για τον οποίο κρίθηκε από το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, κατ' εκτίμηση από το ίδιο, με την ως άνω απόφασή του, ότι ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 348 Α παρ. 4 περ. β' του ΠΚ, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι: "...Ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, η νομολογία του Υμετέρου Δικαστηρίου...έχει δεχθεί ορθώς ότι η κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας δεν αναβαθμίζεται αυτόματα σε κακουργηματική, εάν συγχρόνως δεν συντρέχουν ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία επεξεργασίας, διαχειρίσεως, αξιοποιήσεως, διαθέσεως ή περαιτέρω διακινήσεως του υλικού αυτού σε τρίτους μέσω e-mail ή ανταλλαγής των φωτογραφιών και των βίντεο ανηλίκων μέσω του διαδικτύου ή συνεργασίας με άλλους χρήστες για εμπλουτισμό και βελτίωση του υλικού, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης και μετάδοσης της παιδικής πορνογραφίας, εν τούτοις η προσβαλλόμενη απόφαση με κήρυξε ένοχο για κακούργημα κατοχής τέτοιου υλικού, χωρίς να αναφέρει στο σκεπτικό της οποιοδήποτε από τα παραπάνω στοιχεία...". Ως προς το συγκεκριμένο λόγο, το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου δέχθηκε, με την ίδια απόφαση, ότι: "Αναφορικά όμως με τον χαρακτηρισμό της παραπάνω αξιόποινης πράξης, για την οποία το ΜΟΕ Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, ως κακουργηματικής, τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά και δη ότι ο αναιρεσείων α) έχοντας λογισμικό ανταλλαγής αρχείων με την ονομασία "...", που συνδέονταν με το δίκτυο ανταλλαγής αρχείων ..., κατείχε επτά (7) αρχεία υλικού παιδικής πορνογραφίας καθώς επίσης αποθηκευμένα σε φακέλους στον υπολογιστή του, πεντακόσια (500) βίντεο και πλέον των τριάντα (30) φωτογραφιών ομοίου περιεχομένου, β) ότι στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή του, με δύο κατατμήσεις εντοπίστηκαν υποφάκελοι αποθήκευσης των ως άνω αρχείων, ευρισκόμενοι στη διαδρομή ... της δεύτερης κατάτμησης, όπου υπήρχε πλήθος αρχείων παιδικής πορνογραφίας κρυπτογραφημένα με τη μέθοδο ..., γ) ότι στην πρώτη κατάτμηση βρέθηκαν αρχεία συντόμευσης στον υποφάκελο ..., η ανάλυση των οποίων καταδεικνύει θέαση αρχείων πορνογραφίας από το χρήστη αυτής (α' κατάτμησης), δ) ότι είχε συνεχή δυνατότητα πρόσβασης και επέμβασης στα επίδικα αρχεία, τα οποία είχε αντιγράψει και στο laptop που βρέθηκε στο σπίτι του, ε) ότι τα αρχεία στον υπολογιστή του γραφείου του δεν ήταν αποθηκευμένα σε ένα μόνο φάκελο, αλλά είχε γίνει μεταφορά τους σε διάφορους φακέλους, γεγονός που αποδεικνύει μεθοδική ενασχόληση, προκειμένου να γίνει συστηματική αποθήκευσή τους σε διάφορα σημεία του υπολογιστή, αφού το πρόγραμμα διαμοιρασμού αρχείων ..., το οποίο χρησιμοποιείται για την αρχική πρόσβαση και μεταφόρτωσή τους, δεν έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύει σε διαφορετικούς φακέλους και στ) ότι στους δίσκους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα στον υπολογιστή του γραφείου του υπάρχει αρκετή δραστηριότητα με κατεβάσματα και προβολές παράνομων αρχείων, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο τούτο, από μόνα τους ενδεικτικά στοιχεία τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του ένδικου πορνογραφικού υλικού, ώστε, έστω και αν δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, ως δέχεται και η προσβαλλόμενη απόφαση, να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους. Αντίθετα, εκ του συνόλου των ως άνω παραδοχών και ειδικότερα αυτών ότι το μεν πρόγραμμα διαμοιρασμού αρχείων ... χρησιμοποιείται μόνο για την αρχική πρόσβαση και μεταφόρτωσή τους, η δε δραστηριότητα στον υπολογιστή του γραφείου του αναιρεσείοντα για χρονικό διάστημα τριών περίπου μηνών (30/7 έως 5/11-2010) αφορά μόνο κατεβάσματα και προβολές παράνομων αρχείων, προκύπτει ότι η απόκτηση και διαφύλαξη (αποθήκευση) κατά τον περιγραφόμενο ως άνω τρόπο του ένδικου πορνογραφικού υλικού, αφορά κατοχή αυτού από τον αναιρεσείοντα για αποκλειστικά δική του χρήση, φέρουσα, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στη σχετική νομική σκέψη πλημμεληματικό χαρακτήρα, κατά το βάσιμο περί τούτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, τρίτο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγω αναίρεσης, με τον οποίο κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 348 Α παρ. 4 περ. β' ΠΚ και ο οποίος, μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτός. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου και δη των Αρεοπαγιτών Ευφροσύνης Καλογεράτου-Ευαγγέλου και Σταματικής Μιχαλέτου, η, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ύπαρξη στον υπολογιστή του γραφείου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα λογισμικού ανταλλαγής αρχείων με την ονομασία ..., που συνδέονταν με το δίκτυο ανταλλαγής αρχείων ... και ο σχηματισμός υποφακέλων αποθήκευσής τους κατά τον περιγραφόμενο ειδικότερα στο σκεπτικό τρόπο, σε συνδυασμό με το πλήθος αυτών καθώς και η κρυπτογράφηση αυτών και κατ' επέκταση η δυνατότητα πρόσβασης και επέμβασης σ' αυτά (αρχεία), μαρτυρούν μεθοδική ενασχόλησή του και αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία επεξεργασίας, διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως αυτών ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διαδόσεως και μεταδόσεώς τους, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έλαβε χώρα κάτι τέτοιο. Συνεπώς, με βάση τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, ορθά το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε ότι στοιχειοθετείται η προβλεπόμενη από την παρ. 4 του άρθρου 348 Α του ΠΚ κακουργηματική κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας με τη χρήση ανηλίκων κάτω των 15 ετών και, επομένως, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης θα έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος". Μετά από αυτά, το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την ίδια απόφαση, παρέπεμψε "στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, τον ειδικότερα αναφερόμενο στο σκεπτικό τρίτο, κατά το πρώτο σκέλος του, αναιρετικό λόγο", απέρριψε δε, κατά τα λοιπά, την ως άνω αίτηση αναίρεσης, καθώς και τους από 3-1-2019 πρόσθετους λόγους αυτής. Από την απόφαση αυτή του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου προκύπτει, ότι το ζήτημα αν, προκειμένου η πράξη της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α παρ. 4 περ. β' του ΠΚ, απαιτείται και η συνδρομή ορισμένων ενδεικτικών στοιχείων επεξεργασίας, διαχείρισης, αξιοποίησης, διάθεσης ή περαιτέρω διακίνησης τέτοιου υλικού προς τρίτους, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης αυτού, όπως δέχθηκε αυτό (ΣΤ' Ποινικό Τμήμα), ή αρκεί το ότι η παραγωγή του υλικού αυτού συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων, που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, δεν έχει παραπεμφθεί, με την προαναφερόμενη απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος, στην Τακτική Ολομέλεια, αφού η απόφαση για το ζήτημα αυτό, επί του σχετικού ως άνω αναιρετικού λόγου (με τα στοιχεία 3.3 α), δεν έχει ληφθεί με πλειοψηφία μιας ψήφου, αλλά ομόφωνα. Περαιτέρω, οι πιο πάνω αναφερόμενες παραδοχές της απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας περιορίζονται, όσον αφορά στην πράξη της κατοχής, με χρήση συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και σύνδεση αυτού στο διαδίκτυο, υλικού παιδικής πορνογραφίας, η παραγωγή του οποίου συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων που δεν έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, στη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 348 Α παρ. 2, 3, 4 περ. β' του ΠΚ, όπως η τελευταία ερμηνεύθηκε από αυτό, και δεν αναφέρονται στη συνδρομή ή μη και ενδεικτικών στοιχείων επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης και μετάδοσης αυτού προς τρίτους, αφού δέχθηκε, ότι "...για την κακουργηματική μορφή της κατοχής υλικού πορνογραφίας ανηλίκων, όπως σαφώς συνάγεται από το κείμενο της παραπάνω διάταξης, αρκεί ότι η παραγωγή του υλικού αυτού συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων, που δεν είχαν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους...". Εξάλλου, τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας, για τη θεμελίωση των συλλογισμών του, πραγματικά περιστατικά δεν αναφέρονται στον κίνδυνο διάδοσης του υλικού παιδικής πορνογραφίας σε τρίτους, αφού το Δικαστήριο της ουσίας δεν έθεσε στο πραγματικό του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου, ως πρόσθετο όρο, προκειμένου η πράξη της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας να έχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 348 Α παρ. 4 περ. β' του ΠΚ, κακουργηματικό χαρακτήρα, και τη συνδρομή ενδεικτικών στοιχείων τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους, αλλά (αναφέρονται) στη μη ύπαρξη τέτοιας διάθεσης στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος φερόταν ότι είχε τελέσει την πράξη της διάθεσης τέτοιου υλικού σε τρίτους, για την οποία κηρύχθηκε αθώος και, συνεπώς, δεν υπάρχει στην απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας παραδοχή σχετική με τη συνδρομή ή μη του στοιχείου του κινδύνου διάδοσης του υλικού παιδικής πορνογραφίας αναφορικά με την πράξη (της κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας), για την οποία καταδικάστηκε ο ίδιος. Ακολούθως, οι κρίσεις της μεν πλειοψηφίας του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ότι τα αναφερόμενα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας, δεν συνιστούν από μόνα τους ενδεικτικά στοιχεία τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους, της δε μειοψηφίας ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά μαρτυρούν μεθοδική ενασχόληση του αναιρεσείοντος με το υλικό αυτό και αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού αυτού, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης και μετάδοσής του, συνάπτονται με την αξιολόγηση γενόμενων δεκτών από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικών περιστατικών, μη επαρκών για την κρίση περί της συνδρομής ή μη των ως άνω τεθέντων από το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα στο πραγματικό του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου πρόσθετων στοιχείων, αφού αυτά (γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά) δεν αναφέρονται, όπως προαναφέρθηκε, στη συνδρομή ή μη ενδεικτικών στοιχείων επεξεργασίας διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας ούτε στον κίνδυνο διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους. Η αξιολόγηση, όμως, αυτή, στα πλαίσια της αναιρετικής διαδικασίας, δεν εμπίπτει, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, στο πεδίο της αρμοδιότητας της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, στο οποίο περιλαμβάνεται, όπως προαναφέρθηκε, η έρευνα της νομικής ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης ή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, χωρίς το Δικαστήριο να μπορεί να υπεισέλθει στην εκτίμηση και στη διαπίστωση των πορισμάτων της αποδεικτικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, εφόσον το ζήτημα, που παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, περί του αν τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά συνιστούν ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση ενδεικτικά στοιχεία τέτοιας επεξεργασίας, διαχείρισης και αξιοποίησης του υλικού παιδικής πορνογραφίας, ώστε να ανακύπτει κίνδυνος διάδοσης ή μετάδοσης αυτού προς τρίτους, δεν εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητας της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η εν λόγω παραπομπή, με βάση τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν είναι παραδεκτή, ως μη συναπτόμενη με την επίλυση νομικού ζητήματος. Κατά τη γνώμη, όμως, τεσσάρων (4) μελών και συγκεκριμένα της Αρτεμισίας Παναγιώτου, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου και των: Κωνσταντίνας Μαυρικοπούλου, Σταματικής Μιχαλέτου και Ελισάβετ Τσιρακίδου, Αρεοπαγιτών, ο παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την προαναφερθείσα απόφαση του ΣΤ' Τμήματος αυτού λόγος της από 3-9-2019 αναίρεσης του Χ. Κ. του Ι. κατά της 100-101/2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, αφορούσε νομικό ζήτημα και δη αυτό της ορθής ή μη υπαγωγής των δεκτών γενομένων υπό της προσβαλλόμενης απόφασης πραγματικών περιστατικών στη διάταξη του άρθρου 348 Α του ΠΚ [άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ) και επομένως υπήγετο στην αρμοδιότητα της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία έπρεπε να προχωρήσει στην περαιτέρω έρευνά του και αναλόγως να αποφασίσει σχετικά, εφόσον η επί του ζητήματος αυτού απόφαση είχε ληφθεί με διαφορά μίας ψήφου. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, κατά πλειοψηφία, η γενόμενη με την απόφαση 643/2020 του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, όπως αυτή διορθώθηκε με την απόφαση 1127/2020 του ίδιου Τμήματος, παραπομπή στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου του αναφερόμενου σ' αυτή (απόφαση) λόγου της από 3-9-2019 αίτησης αναίρεσης του Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ... κατά της απόφασης 100-101/2019 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη γενομένη με την απόφαση 643/2020 του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, όπως αυτή διορθώθηκε με την απόφαση 1127/2020 του ίδιου Τμήματος, παραπομπή στην Τακτική Ολομέλεια του αναφερόμενου σ' αυτή (απόφαση) λόγου της από 3-9-2019 αίτησης αναίρεσης του Χ. Κ. του Γ., κατοίκου ... κατά της απόφασης 100-101/2019 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2021. Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ